- ὁπόθι
- ὁπόθιindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπόθι — ὁπόθι και επικ. τ. ὁππόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) σε ποιο μέρος, πού («ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ ὤλωλεν», Ομ. Οδ.) 2. (αναφ.) εκεί που, όπου («ὁππόθι πιότατον πεδίον... ἔνθα... τέμενος ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό… … Dictionary of Greek
χὠπόθ' — ὁπόθι , ὁπόθι indeclform (adverb) ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπόθ' — ὁπόθι , ὁπόθι indeclform (adverb) ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁππόθι — ὁπόθι indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οππόθι — ὁππόθι (Α) (επικ. τ.) επίρρ. βλ. οπόθι … Dictionary of Greek
ὁππόθ' — ὁππόθι , ὁπόθι indeclform (adverb) ὁππότε , ὁπότε when epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)